- υπεραρρενοποίηση
- η, Νζωολ. κατάσταση αρρενομορφικού θηλυκού ατόμου με υπερτονισμένα άρρενα χαρακτηριστικά, όπως είναι οι μεγάλες διαστάσεις ή η εμφάνιση αρρένων δευτερογενών φυλετικών χαρακτηριστικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hypermasculinization < hyper- (< υπερ-*) + masculinization < masculin-e < μσν. αγγλ. masculin < μσν. γαλλ. masculin < λατ. masculinus < λατ. masculus «άρρενας, αρσενικός» + κατάλ. -ization (πρβλ. -ποίηση < ποιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.